ἰδιωτεύων

ἰδιωτεύων
ἰδιωτεύω
occupy a private station
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιδιωτεύω — (ΑΜ ἰδιωτεύω) [ιδιώτης] είμαι ιδιώτης, δεν αναμιγνύομαι στα δημόσια πράγματα («ούδὲ γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) μσν. εμποδίζω κάποιον να αναμιχθεί στη δημόσια ζωή, καθιστώ κάποιον ιδιώτη αρχ. 1. (για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”